Έλεγχος υποδεκτικότητας ενδομητρίου
Οι εξετάσεις της υποδεκτικότητας του ενδομητρίου αποτελούν ένα νέο πεδίο εξέλιξης στην εφαρμογή των τεχνικών της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν στον προσδιορισμό του κατάλληλου χρόνου για την εμβρυομεταφορά, κατά την εφαρμογή των τεχνικών της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (ART).
Ο γυναικείος κύκλος χωρίζεται σε δύο φάσεις: την ωοθυλακική και την ωχρινική (όσον αφορά τη λειτουργία της ωοθήκης). Εναλλακτικά την παραγωγική και την εκκριτική φάση του κύκλου (όσον αφορά τη λειτουργία του ενδομητρίου). Κατά τη διάρκεια της ωοθυλακικής φάσης, η οποία διαρκεί από την πρώτη ημέρα της εμμήνου ρύσεως έως και την ωορρηξία, το αναπτυσσόμενο ωοθυλάκιο παράγει αυξανόμενες ποσότητες οιστρογόνων, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν την πάχυνση του ενδομητρίου (παραγωγική φάση του ενδομητρίου). Αμέσως μετά την πραγματοποίηση της ωορρηξίας, κατά τη διάρκεια της ωχρινικής φάσης του κύκλου, το ωχρό σωμάτιο στην ωοθήκη αρχίζει να παράγει την ορμόνη που λέγεται προγεστερόνη, η οποία μετατρέπει το ενδομήτριο σε εκκριτικού τύπου και το προετοιμάζει για μια ενδεχόμενη εμφύτευση (εκκριτική φάση ενδομητρίου).
Μελέτες έχουν δείξει ότι ο βέλτιστος χρόνος για την εμφύτευση ενός εμβρύου στη μήτρα είναι περίπου 120 ώρες μετά από την έναρξη της παραγωγής προγεστερόνης από το ωοθυλάκιο που έχει ραγεί (σπάσει). Αυτό το χρονικό διάστημα, στη γλώσσα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καλείται παράθυρο εμφύτευσης ( implantation window). Ωστόσο, ορισμένες γυναίκες μπορεί να έχουν μετατοπισμένο παράθυρο εμφύτευσης, πράγμα που σημαίνει ότι ο βλεννογόνος του ενδομητρίου τους μπορεί να είναι υποδεκτικός για εμφύτευση λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα από το προτεινόμενο χρονικό πλαίσιο. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αποτυχημένες εμφυτεύσεις ή πρόωρη απώλεια μιας εγκυμοσύνης. Στην αγορά διατίθενται αρκετά διαφορετικά τεστ ανίχνευσης της υποδεκτικότητας του ενδομητρίου, τα οποία μετράνε διαφορετικές παραμέτρους της γονιδιακής έκφρασης στο ενδομήτριο.
Ο έλεγχος περιλαμβάνει συνήθως έναν κύκλο ορμονικής υποκατάστασης, κατά τον οποίο η γυναίκα λαμβάνει οιστρογόνα και προγεστερόνη ώστε να μιμηθεί το φυσικό εμμηνορρυσιακό της κύκλο. Μετά από 120 ώρες λήψης προγεστερόνης, πραγματοποιείται βιοψία του ενδομητρικού βλεννογόνου και τα αποτελέσματα αναλύονται για να προσδιοριστεί ο βέλτιστος χρόνος για τη μεταφορά των εμβρύων.
Μελέτες έχουν δείξει ότι ο βέλτιστος χρόνος για την εμφύτευση ενός εμβρύου στη μήτρα είναι περίπου 120 ώρες μετά από την έναρξη της παραγωγής προγεστερόνης από το ωοθυλάκιο που έχει ραγεί (σπάσει). Αυτό το χρονικό διάστημα, στη γλώσσα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καλείται παράθυρο εμφύτευσης ( implantation window). Ωστόσο, ορισμένες γυναίκες μπορεί να έχουν μετατοπισμένο παράθυρο εμφύτευσης, πράγμα που σημαίνει ότι ο βλεννογόνος του ενδομητρίου τους μπορεί να είναι υποδεκτικός για εμφύτευση λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα από το προτεινόμενο χρονικό πλαίσιο. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αποτυχημένες εμφυτεύσεις ή πρόωρη απώλεια μιας εγκυμοσύνης. Στην αγορά διατίθενται αρκετά διαφορετικά τεστ ανίχνευσης της υποδεκτικότητας του ενδομητρίου, τα οποία μετράνε διαφορετικές παραμέτρους της γονιδιακής έκφρασης στο ενδομήτριο.
Ο έλεγχος περιλαμβάνει συνήθως έναν κύκλο ορμονικής υποκατάστασης, κατά τον οποίο η γυναίκα λαμβάνει οιστρογόνα και προγεστερόνη ώστε να μιμηθεί το φυσικό εμμηνορρυσιακό της κύκλο. Μετά από 120 ώρες λήψης προγεστερόνης, πραγματοποιείται βιοψία του ενδομητρικού βλεννογόνου και τα αποτελέσματα αναλύονται για να προσδιοριστεί ο βέλτιστος χρόνος για τη μεταφορά των εμβρύων.
Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες δεν έχουν καταφέρει να υποδείξουν σημαντικό όφελος από τη χρήση αυτών των διαγνωστικών τεστ, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα η διαγνωστική ευαισθησία αυτών των εργαλείων να παραμένει αμφισβητήσιμη. Είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί ότι αυτά τα διαγνωστικά τεστ, αν αποφασιστεί να πραγματοποιηθούν, θα πρέπει να γίνονται μόνο εφόσον έχουν αποκλειστεί άλλοι πιθανοί παράγοντες αποτυχίας της εμφύτευσης, όπως για παράδειγμα ανδρικός παράγοντας, ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας ή γενετικά ζητήματα του εμβρύου (χρωμοσωμικές ανωμαλίες) και έπειτα από αποτυχημένες προσπάθειες εμφύτευσης ή βιοχημικές κυήσεις.
Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα στο μέλλον για την πλήρη αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτών των διαγνωστικών τεστ και των επιπτώσεών τους στα κλινικά αποτελέσματα επίτευξης μιας εγκυμοσύνης.
Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα στο μέλλον για την πλήρη αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτών των διαγνωστικών τεστ και των επιπτώσεών τους στα κλινικά αποτελέσματα επίτευξης μιας εγκυμοσύνης.