Υπερηχογράφημα αναπαραγωγής
Στην εποχή μας, η διενέργεια διαγνωστικών υπερήχων αποτελεί ένα εξαιρετικής σημαντικότητας εργαλείο στη διερεύνηση της γονιμότητας της γυναίκας. Ο τεχνολογικός εξοπλισμός των υπερήχων είναι ιδιαίτερα εξελιγμένος τα τελευταία έτη και παρέχει πολύτιμες πληροφορίες κατά την αξιολόγηση και τη θεραπεία γονιμότητας.
Η διακοιλιακή ή, συνηθέστερα, η διακολπική υπερηχογραφική εκτίμηση των γυναικείων πυελικών οργάνων είναι μια από τις πιο σημαντικές γυναικολογικές εξετάσεις. Αρχικά, μπορούμε να εξετάσουμε την ανατομία της μήτρας και να αποκλείσουμε ανωμαλίες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά είτε την αναπαραγωγή, είτε την έκβαση της εγκυμοσύνης. Τέτοιες ανωμαλίες θα μπορούσαν να είναι συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας, όπως μια διαφραγματοφόρος μήτρα, μια δίκερη μήτρα ή ακόμα και μια διθάλαμη μήτρα. Αυτές οι καταστάσεις σχετίζονται με αποτυχία εμφύτευσης, αυξημένο κίνδυνο αποβολής και πρόωρου τοκετού. Άλλοτε πάλι επίκτητες παθήσεις της μήτρας που οδηγούν σε υπογονιμότητα και διαγιγνώσκονται υπερηχογραφικά είναι οι πολύποδες και τα ινομυώματα της μήτρας. Τόσο οι πολύποδες, όσο και τα ινομυώματα που προβάλουν στην κοιλότητα της μήτρας μπορεί να λειτουργήσουν ως φυσικά εμπόδια και να μειώσουν τις πιθανότητες σύλληψης είτε αυτόματης, είτε μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αυτές οι καταστάσεις διαγιγνώσκονταν επεμβατικά, με μια διαδικασία που ονομάζεται υστεροσκόπηση. Σήμερα, ο προηγμένος εξοπλισμός (χρήση 3D/4D υπερήχων) μπορεί να μας βοηθήσει να διαγνώσουμε με ακρίβεια αυτές τις καταστάσεις με μη επεμβατικό τρόπο.
Όσον αφορά τις ωοθήκες, ο υπερηχογραφικός έλεγχος μπορεί να μας πει ποιο είναι το ωοθηκικό απόθεμα της γυναίκας. Σε συνδυασμό με την AMH (αντι-Μυλλέριος ορμόνη), το λεγόμενο AFC (Antral follicular Count) θα αποκαλύψει τη δυνατότητα γονιμότητας της γυναίκας. Όπως καταλαβαίνει κανείς, αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, όχι μόνο για την αξιολόγηση της κατάστασης γονιμότητας, αλλά και για την επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού πρωτοκόλλου. Συνήθως οι γυναίκες με χαμηλό AFC ανταποκρίνονται ελάχιστα στη θεραπεία και έχουν υψηλό κίνδυνο ακύρωσης της θεραπείας λόγω χαμηλού αριθμού ωαρίων που παράγονται. Αυτό είναι ένα κοινό εύρημα σε γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη και σε ορισμένες νεότερες γυναίκες.
Όσον αφορά τις ωοθήκες, ο υπερηχογραφικός έλεγχος μπορεί να μας πει ποιο είναι το ωοθηκικό απόθεμα της γυναίκας. Σε συνδυασμό με την AMH (αντι-Μυλλέριος ορμόνη), το λεγόμενο AFC (Antral follicular Count) θα αποκαλύψει τη δυνατότητα γονιμότητας της γυναίκας. Όπως καταλαβαίνει κανείς, αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, όχι μόνο για την αξιολόγηση της κατάστασης γονιμότητας, αλλά και για την επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού πρωτοκόλλου. Συνήθως οι γυναίκες με χαμηλό AFC ανταποκρίνονται ελάχιστα στη θεραπεία και έχουν υψηλό κίνδυνο ακύρωσης της θεραπείας λόγω χαμηλού αριθμού ωαρίων που παράγονται. Αυτό είναι ένα κοινό εύρημα σε γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί ακόμη και σε ορισμένες νεότερες γυναίκες.
Οι ωοθήκες μερικές φορές αναπτύσσουν κύστεις που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη φυσιολογική τους λειτουργία. Η παρουσία ορισμένων τύπων κύστεων, όπως οι ενδομητριωσικές ή σοκολατοειδείς κύστεις, μπορεί να οδηγήσουν στη διάγνωση μιας γυναικολογικής πάθησης που ονομάζεται ενδομητρίωση. Η ενδομητρίωση αποτελεί μια από τις συνηθέστερες αιτίες γυναικείας υπογονιμότητας και επηρεάζει δυσμενώς, είτε λόγω μηχανικής απόφραξης των σαλπίγγων, είτε λόγω ουλώδους ιστού, είτε λόγω κακής λειτουργίας των ωοθηκών εξαιτίας της φλεγμονής της πυέλου που προκαλείται από τη χρονιότητα της νόσου. Η διερεύνηση με υπερήχους μας βοηθά να προσδιορίσουμε τον βαθμό της ενδομητρίωσης και να εκτιμήσουμε την ανάγκη ή όχι μιας χειρουργικής επέμβασης για την αποκατάσταση της πυελικής ανατομίας. Μια άλλη κατάσταση που οδηγεί σε υπογονιμότητα ή ακόμα και σε αποτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι η παρουσία υδροσαλπίγγων. Η υδροσάλπιγγα είναι μία διατεταμένη σάλπιγγα, συνήθως λόγω προηγηθείσας λοίμωξης στο παρελθόν. Αυτή η σάλπιγγα, εκτός από μη λειτουργική, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις πιθανότητες σύλληψης ακόμη και μετά την εξωσωματική γονιμοποίηση, επομένως η σωστή αντιμετώπιση για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων είναι η αφαίρεση της πριν από μια θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η υπερηχογραφική παρακολούθηση των ωοθηκών και της μήτρας είναι ο κύριος τρόπος αξιολόγησης της ανταπόκρισης στη θεραπεία γονιμότητας. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο παρακολουθούμε τα αναπτυσσόμενα ωοθυλάκια που περιέχουν τα ωάρια και προσαρμόζουμε το δοσολογικό σχήμα φαρμάκων σύμφωνα με την ανταπόκριση της γυναίκας. Ταυτόχρονα, πραγματοποιούμε λεπτομερείς τρισδιάστατες απεικονίσεις του ενδομητρίου για την αξιολόγηση της δεκτικότητας αυτού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ορμόνες που παράγονται κατά τη διέγερση των ωοθηκών οδηγούν σε προβληματικά υπερώριμο ενδομήτριο. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε καλύτερα αποτελέσματα εάν αναβάλουμε την εμβρυομεταφορά και καταψύξουμε όλα τα έμβρυα, ώστε να τα μεταφέρουμε στη μήτρα της γυναίκας σε κάποιον επόμενο κύκλο.
Τέλος, η πρόοδος των υπερήχων υπήρξε επαναστατική για διαδικασίες όπως η ωοληψία και η εμβρυομεταφορά. Οι ωοληψίες πραγματοποιούνται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση σε πραγματικό χρόνο, επομένως ελαχιστοποιούμε τον κίνδυνο τραυματισμού γειτονικών ιστών κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Επιπλέον, υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι οι εμβρυομεταφορές που εκτελούνται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση οδηγούν σε υψηλότερα ποσοστά εμφύτευσης, σε αντίθεση με την εμβρυομεταφορά χωρίς τη χρήση υπερήχων.
Τέλος, η πρόοδος των υπερήχων υπήρξε επαναστατική για διαδικασίες όπως η ωοληψία και η εμβρυομεταφορά. Οι ωοληψίες πραγματοποιούνται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση σε πραγματικό χρόνο, επομένως ελαχιστοποιούμε τον κίνδυνο τραυματισμού γειτονικών ιστών κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Επιπλέον, υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι οι εμβρυομεταφορές που εκτελούνται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση οδηγούν σε υψηλότερα ποσοστά εμφύτευσης, σε αντίθεση με την εμβρυομεταφορά χωρίς τη χρήση υπερήχων.