Υπογονιμότητα
Η έννοια της υπογονιμότητας
Με τον όρο υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη και να αποκτήσει τέκνο, έπειτα από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών, χωρίς αντισυλληπτική προστασία.
Σύμφωνα με τον ορισμό όπως αυτός έχει διατυπωθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), η υπογονιμότητα αποτελεί διαταραχή της υγείας και χρήζει ειδικής αντιμετώπισης Η τεκνοποίηση και η δημιουργία οικογένειας θεωρούνται δικαίωμα του κάθε ζευγαριού. Σύμφωνα με διάφορες επιδημιολογικές μελέτες και εκτιμήσεις του Π.Ο.Υ., περίπου το 10 - 12% των ζευγαριών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία αντιμετωπίζει κάποιας μορφής δυσχέρεια στην προσπάθειά του να αποκτήσει απογόνους. Περίπου το 60 - 65% των γόνιμων ζευγαριών επιτυγχάνει κύηση κατά το πρώτο έτος προσπαθειών και 20 - 25% των ζευγαριών αυτών επιτυγχάνει κύηση κατά το δεύτερο έτος προσπαθειών. Το υπόλοιπο 15% είναι τα «υπογόνιμα» ζευγάρια που χρήζουν ειδικής βοήθειας.
Διερεύνηση υπογονιμότητας
Aν ο κύκλος της γυναίκας είναι ασταθής ή δεν έχει ωορρηξία, τότε γίνεται προσπάθεια πρόκλησης ωοθυλακιογένεσης και ωορρηξίας με τη λήψη ορμονών. Mετά την αγωγή ακολουθεί είτε φυσική επαφή, είτε σπερματέγχυση.
Aν υπάρχει κάποιου τύπου ανατομική ανωμαλία στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας και δεν υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί (π.χ. απουσία/ απόφραξη σαλπίγγων), ο γιατρός θα συστήσει τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Aν η ανατομική ανωμαλία είναι περιορισμένη (π.χ. αν η μία σάλπιγγα έχει συμφύσεις, αλλά η άλλη είναι διαβατή), τότε το ζευγάρι έχει πιθανότητες να συλλάβει, είτε με σπερματέγχυση, είτε με φυσική επαφή.